- θαυμάσεις
- θαυμάζωwonderaor subj act 2nd sg (epic)θαυμάζωwonderfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подивитисѧ — ПОДИВ|ИТИСѦ (22), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Удивиться, поразиться; испытать чувство почтительного удивления, благоговения: да не зьриши на лице нищаго. не подивисѧ лицю сильнаго. (οὐδὲ ϑαυμάσεις) СбТр XII/XIII, 138; подививъ же сѧ ѡ семь патрикии. и рче ѡ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek